Οι εκρήξεις και ο θυμός στους εφήβους μπορεί να έχουν πολλές αιτίες. Μπορεί να οφείλονται στις τεράστιες ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα τους – προκαλούν αλλαγές στη διάθεση ή μπερδεμένα συναισθήματα, μπορεί να οφείλονται στο στρες ή στην προσωπικότητα του παιδιού – βιώνει έντονα τα συναισθήματά του, δρα παρορμητικά, χάνει εύκολα τον έλεγχο, ή μπορεί να οφείλονται στα πρότυπά του – οι γονείς επιλύουν τις διαφορές τους με φωνές, καυγάδες και συγκρούσεις.
Όποια και αν είναι η αιτία που προκαλεί και πυροδοτεί το θυμό, ένα πράγμα είναι σίγουρο, ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που συμβαίνει σε όλους! Δεν είναι κακό ή λάθος να νιώθουμε θυμωμένοι, αυτό όμως που είναι σημαντικό είναι ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τόσο το θυμό όσο και τον εαυτό μας.
Μεταξύ των ενηλίκων και των εφήβων όμως, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Οι έφηβοι ακόμα και αν ενεργούν ή προσπαθούν να συμπεριφέρονται σαν ενήλικες, δεν έχουν τη γνωστική και εγκεφαλική ανάπτυξη των ενηλίκων. Ο εγκέφαλός τους είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και θα συνεχίσει να διαμορφώνεται μέχρι περίπου τα είκοσί τους χρόνια!
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η σκέψη του να είναι συχνά λανθασμένη όπως είναι αυτή των παιδιών. Για παράδειγμα, ο έφηβος μπορεί να σκεφτεί “Η καθηγήτρια είναι χαζή, γιατί να κάνω αυτό που λέει;” ή “Δεν φταίω εγώ που έσπασα την πόρτα, ήμουν απλά θυμωμένος μαζί σου”. Αυτή η λανθασμένη σκέψη δεν είναι σκόπιμη, αντίθετα οι σκέψεις έρχονται αυτόματα στο μυαλό των εφήβων.
Πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν οι γονείς τις εκρήξεις και το θυμό των εφήβων;
Ίσως το πρώτο πράγμα που έρχεται στους γονείς να κάνουν όταν βλέπουν τον έφηβο να φωνάζει και να θυμώνει μαζί τους, είναι να μπουν στον πειρασμό να φωνάξουν ακόμα περισσότερο για να ισχυροποιήσουν τη δύναμή τους και το επιχείρημά τους. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η αντίδραση των γονιών έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Όταν οι γονείς συνεχίζουν τον καυγά, είναι σαν να ενθαρρύνουν και να προκαλούν το παιδί να συνεχίσει να επιτίθεται.
Επίσης, όταν οι γονείς απαντούν με θυμό δείχνουν στο παιδί ότι πέφτουν στο δικό του επίπεδο και συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο που κάνει το ίδιο, με αποτέλεσμα να χάνουν κάτι από τη δύναμή τους. Αντίθετα, ο έφηβος νιώθει ότι εκείνος έχει τον έλεγχο γιατί κατάφερε να κάνει τους γονείς του να θυμώσουν χάνοντας τον έλεγχο του εαυτού τους.
Τα περισσότερα προγράμματα που μελετούν τη σχέση γονιών και εφήβων προτείνουν στους γονείς τα παρακάτω “μη” και “πρέπει” στη συμπεριφορά τους έτσι ώστε και να βελτιώσουν τον τρόπο που επικοινωνούν μεταξύ τους και κατά συνέπεια τη σχέση τους, αλλά και να βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες διαχείρισης των συναισθημάτων τους.
Τα “μη” στη συμπεριφορά των γονιών:
Οι φωνές και οι χαρακτηρισμοί δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να βοηθήσουν την κατάσταση. Το αντίθετο θα μπορούσαμε να πούμε. Ούτε η σύγκρουση και η διαφωνία μπορεί να επιλυθεί με αυτόν τον τρόπο, ούτε η συμπεριφορά του παιδιού θα αλλάξει, αλλά ούτε και η σχέση θα βελτιωθεί.
Οι απειλές και οι εκβιασμοί πάνω στον καυγά όπως για παράδειγμα “Αν δεν σταματήσεις θα βγάλω τον υπολογιστή από το δωμάτιο για μια βδομάδα”, θα αναστατώσουν ακόμα περισσότερο τον έφηβο και θα τον προκαλέσουν να συνεχίσει να εκδηλώνει τον θυμό του με αντιδραστικό τρόπο. Θα ήταν προτιμότερο να πουν οι γονείς “Μπορείς να επιλέξεις να πας στο δωμάτιό σου για λίγο να ηρεμήσεις, αλλιώς αργότερα θα υπάρξουν συνέπειες”, και να αποχωρήσουν ήρεμα από το πεδίο της μάχης.
Η προσπάθεια να ελέγξουν οι γονείς το παιδί και να το κάνουν υπόλογο για τη συμπεριφορά του επειδή δεν ήταν απόλυτα υπάκουο, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Ακόμα και αν οι γονείς θέσουν τις συνέπειες όταν συμπεριφέρεται απρεπώς, αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί θα επιλέγει πάντα να ακολουθεί τους κανόνες. Οι γονείς πρέπει να θέτουν τους κανόνες και τα όρια και πρέπει να αφήνουν το παιδί να κάνει τη δική του επιλογή.
Αν το παιδί δεν ακολουθήσει τους κανόνες και ανακαλύψει ότι υπάρχει ένα τίμημα και ένα κόστος για την κακή επιλογή του (πχ. χάσει προσωρινά ένα προνόμιο που απολαμβάνει), την επόμενη φορά θα επανεξετάσει την παραβίαση του κανόνα. Θα μπει στη διαδικασία να σκεφτεί αν αξίζει τον κόπο – μια διαδικασία απαραίτητη για τις επιλογές του στο μέλλον.
Η άσκηση σωματικής βίας είναι ένα επιπλέον “μη” για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι όταν το παιδί βλέπει τους γονείς να ασκούν σωματική βία επάνω του, μαθαίνει πως για να ελέγχει τις καταστάσεις πρέπει και μπορεί να χρησιμοποιεί και το ίδιο σωματική βία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μπορεί να εκτροχιαστεί τελείως ο έλεγχος της κατάστασης. Όταν το παιδί δέχεται σωματική επίθεση, είναι εξαιρετικά πιθανό η φυσική του παρόρμηση να το κάνει να αντεπιτεθεί. Δεν είναι λίγες εκείνες οι φορές που τα παιδιά επιτίθενται σωματικά στους γονείς ως προς απάντηση στη δική τους σωματική επίθεση.
Τα “πρέπει” στη συμπεριφορά των γονιών:
Οι γονείς αρχικά καλό είναι να κρατήσουν απόσταση από την κατάσταση και να αναρωτηθούν αν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούν με αυτό το θέμα του προκύπτει. Πρέπει να αντιμετωπιστεί τώρα; Μήπως πρέπει να πάρετε κάποιο χρόνο για να ηρεμήσετε πριν αντιμετωπίσετε το παιδί; Σκεφτείτε προσεκτικά την κατάσταση αφήνοντας κάποιο χρόνο χωρίς να βιαστείτε να ενεργήσετε. Αν αισθάνεστε ότι το θέμα εξακολουθεί να είναι σημαντικό, αντιμετωπίστε το αργότερα αφού έχουν πέσει οι εντάσεις.
Ο οικογενειακός θεραπευτής James Lehman, προτείνει στους γονείς να χρησιμοποιούν επαγγελματικό τόνο στη φωνή τους όταν τα πράγματα είναι ταραγμένα. Ο τόνος τη φωνής σε επαγγελματικό επίπεδο μπορεί να δώσει άλλο κύρος και δύναμη στα λόγια των γονιών. Μείνετε ήρεμοι, ουδέτεροι και επικεντρωθείτε στα γεγονότα.
Προσπαθήστε να είστε ειλικρινείς. Αφήστε το παιδί να γνωρίζει ότι δυσκολεύεστε να επικοινωνήσετε μαζί του αυτήν τη στιγμή “Μου είναι πραγματικά δύσκολo να σε ακούσω όταν φωνάζεις” ή “Όταν μου φωνάζεις, αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να σε βοηθήσω”. Η ειλικρίνεια είναι ο πιο απλός τρόπος για να τεθούν όρια στο παιδί και για να καταλάβει ότι η συμπεριφορά του δεν λειτουργεί.
Δείξτε στο παιδί ότι ο τρόπος που σκέφτεται και συμπεριφέρεται για να πετύχει αυτό που θέλει δεν είναι αποτελεσματικός. Για παράδειγμα “Ξέρω ότι θέλεις να βγεις με τους φίλους σου, αλλά με το να μου φωνάζεις δεν πρόκειται να πάρεις αυτό που θέλεις” ή “Καταλαβαίνω ότι είσαι θυμωμένος, αλλά με το να ουρλιάζεις για να παίξεις στον υπολογιστή πριν κάνεις την εργασία σου, να ξέρεις ότι δεν θα με κάνει να συμφωνήσω”.
Τέλος, ο καλύτερος τρόπος για να διδάξουν οι γονείς στον έφηβο το πώς να διαχειρίζεται το θυμό του, είναι να δώσουν το καλό παράδειγμα. Οι γονείς είναι το πιο ισχυρό πρότυπο για τα παιδιά. Εάν οι γονείς θέλουν να μη φωνάζει το παιδί τους, δεν θα πρέπει να του φωνάζουν. Εάν οι γονείς θέλουν να μη βρίζει το παιδί, δεν θα πρέπει να βρίζουν. Οι γονείς θα πρέπει να συμπεριφέρονται με τον τρόπο που θέλουν να δουν από το παιδί τους να φέρεται.
Οι γονείς θα πρέπει να θυμούνται ότι δεν βρίσκονται σε πόλεμο ή σε μάχη με το παιδί τους. Ακόμα όμως και αν νιώθουν έτσι, το παιδί τους δεν είναι εχθρός, όπως δεν είναι οι γονείς για το παιδί. Όταν ο έφηβος εκρήγνυται και θυμώνει, θα πρέπει να προσπαθήσουν να το βοηθήσουν να αποκτήσει πιο αποτελεσματικές τεχνικές διαχείρισης της επίλυσης των συγκρούσεων, χωρίς να πέσουν στην παγίδα του ποιος θα βγει νικητής από τη διαμάχη.
Ελένη Σίγκου για
Parentshelp.gr