Ο Γιωργάκης είναι ένα αγοράκι έξι χρονών και είναι με τη μαμά του στο πάρκο. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουνε ο Γιωργάκης ήθελε να γεμίσει τις τσέπες και τις χούφτες του με άμμο για να την πάρει στο σπίτι. Όταν η υπομονή της μαμάς του εξαντλήθηκε, του είπε με σταθερή φωνή, “Γιώργο άκουσέ με καλά. Δεν μπορείς να κουβαλήσεις την άμμο στο αμάξι. Ήρθε η ώρα να φύγουμε”. Τότε ο Γιωργάκης εξερράγη. Ούρλιαξε από οργή, κλώτσησε την πόρτα του αυτοκινήτου, ξέσπασε σε κλάματα και έτρεξε ξανά πίσω στο πάρκο. Η μαμά του όταν ξεσπά συναισθηματικά με τον παραπάνω τρόπο τον χαρακτηρίζει “πυροτέχνημα”!
Το ερώτημα είναι, γιατί μερικά παιδιά ανταποκρίνονται καλά όταν μπαίνουν όρια στη συμπεριφορά τους, και άλλα παιδιά ξεσπούν και αντιδρούν όταν νιώθουν ότι πρέπει να προσαρμοστούν και να εφαρμόσουν τα όρια που βάζουν οι γονείς τους; Οφείλεται η διαφορά σε αυτό που συνηθίζουν να λένε οι γονείς, “Μεγαλώνω ένα δύσκολο παιδί”;
Ποια είναι τα “δύσκολα” παιδιά;
Έρευνες δείχνουν ότι περίπου το 10 – 15% των παιδιών γεννιούνται με αυτό που ονομάζεται δύσκολο ταμπεραμέντο ή δύσκολη ιδιοσυγκρασία. Ως μωρά, έχουν εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις, κολικούς και δύσκολα ακολουθούν πρόγραμμα (πχ. δεν τρώει, δεν κοιμάται, δεν ξυπνάει όταν πρέπει). Αργότερα, ως παιδιά μπορεί να έχουν έντονη δραστηριότητα, να αποσπούνται εύκολα, να είναι υπερβολικά ευαίσθητα σε θορύβους, φώτα, οσμές και γεύσεις. Γενικότερα, στη βιβλιογραφία τα “δύσκολα” παιδιά αναφέρονται σαν αυτά που είναι απλώς “περισσότερο” – περισσότερο έντονα (πχ. φωνάζει, κλαίει, χτυπιέται, έχει συχνές εκρήξεις θυμού), περισσότερο δραστήρια, περισσότερο απαιτητικά και επίμονα, έχουν περισσότερο αρνητική διάθεση (πχ. γκρινιάζει, είναι σκυθρωπό, ενοχλείται με το παραμικρό).
Ακόμα όμως και αν δεχτούμε ότι τα δύσκολα παιδιά είναι αυτά που γεννιούνται με ένα δύσκολο ταμπεραμέντο, το οποίο έχει μια ισχυρή βιολογική και γενετική βάση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης τόσο στο χαρακτήρα όσο και στη συμπεριφορά τους.
Πρόσφατη έρευνα που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μελέτησε το γνωστικό δυναμικό των λεγόμενων “εύκολων” και “δύσκολων” παιδιών και κατέληξε ότι είναι λάθος να σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν παιδιά που εσκεμμένα θέλουν να φέρονται αρνητικά, να χειραγωγούν, να έχουν σκόπιμη ιδιοτροπία ή να μην έχουν κίνητρο να κάνουν το καλύτερο. Αντίθετα, οι ερευνητές κατέληξαν ότι τα παιδιά που είναι πρόκληση για τους γονείς, υστερούν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους σε ζωτικής σημασίας γνωστικές δεξιότητες, όπως είναι η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα, η ανοχή στην απογοήτευση και η επίλυση προβλημάτων.
Σύμφωνα με τον Dr. Ross, οι έντονες αντιδράσεις των παιδιών είναι στην πραγματικότητα σήματα που δείχνουν ότι το νοητικό σύστημα υπερφορτώνεται και το παιδί αδυνατεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Παρόλο που περιστασιακά όλα τα παιδιά μπορεί να αντιδρούν έντονα όταν είναι κουρασμένα, όταν πεινάνε ή είναι άρρωστα, όταν αυτή η συμπεριφορά του παιδιού επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε καταστάσεις που απαιτείται ευελιξία στον τρόπο σκέψης και προσαρμοστική συμπεριφορά, τότε το πιθανότερο είναι ότι το παιδί δεν έχει αναπτύξει ακόμη το γνωστικό σύνολο ικανοτήτων που χρειάζεται.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς;
Τα “δύσκολα” παιδιά μπορεί να είναι αυτά που έχουν περισσότερο έντονες αντιδράσεις από τους συνομηλίκους τους, μπορεί όμως να είναι και περισσότερο μοναδικά με εκατοντάδες τρόπους, αρκεί να ξέρουν οι γονείς πώς να χειριστούν και να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις τους, διδάσκοντας δεξιότητες που θα τα βοηθήσουν να προσαρμοστούν στο κοινωνικό περιβάλλον τους.
Με βάση τη βιβκιογραφία, οι ειδικοί προτείνουν τα παρακάτω.
Αρχικά, είναι βασικό για του γονείς να αποδεχτούν το ταμπεραμέντο του παιδιού έτσι ώστε να μπορέσουν να χτίσουν μια καλή σχέση μαζί του.
Οι συμβατικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της συμπεριφοράς των παιδιών όπως είναι η τιμωρία, δύσκολα μπορούν να έχουν ένα μακροχρόνιο αποτέλεσμα με τα “δύσκολα” παιδιά. Για να μπορέσει το παιδί να σεβαστεί τα όρια που θέτουν οι γονείς με περισσότερη ευελιξία, θα χρειαστεί περισσότερες ευκαιρίες για να συμμετέχει θετικά στην επίλυση των συγκρούσεων που μπορεί να προκύψουν.
Προκειμένου να πετύχουν οι γονείς την εφαρμογή των ορίων αλλά και την ενίσχυση των δεξιοτήτων του παιδιού, είναι προτιμότερο να ζητήσουν από το παιδί τη συνεργασία του στην επίλυση των προβλημάτων.
Είναι επίσης σημαντικό οι γονείς να παραμένουν θετικοί και υπομονετικοί. Έρευνες δείχνουν ότι η θετική ενίσχυση (προσοχή και ενθάρρυνση στη θετική συμπεριφορά), είναι πολύ πιο λειτουργική από την τιμωρία στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Οι γονείς θα πρέπει να λένε εκ των προτέρων τι είναι αυτό που περιμένουν από το παιδί, έτσι ώστε να έχει το χρόνο να σχεδιάσει τη συμπεριφορά του ανάλογα, χωρίς απλά να αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί θα έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τις δεξιότητες που σχετίζονται με την αυτορύθμιση της συμπεριφοράς του.
Παρατηρήστε τη συμπεριφορά του παιδιού και δείτε ποιες δεξιότητες πρέπει να βελτιώσει. Συζητήστε με το παιδί το πρόβλημα, δείχνοντάς του ότι θέλετε να το λύσετε παραμένοντας στο πλευρό του και πως μπορείτε να μπείτε στη θέση του, χωρίς να έχετε κριτική διάθεση ή πρόθεση να το ελέγξετε. Για παράδειγμα, “Καταλαβαίνω ότι απολαμβάνεις αυτό που βλέπεις στην τηλεόραση και κατανοώ ότι απογοητεύεσαι όταν πρέπει να την κλείσεις για να κάνεις άλλα πράγματα. Αλλά ανησυχώ όταν η τηλεόραση παραμένει ανοιχτή παραπάνω από αυτό που έχουμε συμφωνήσει γιατί φοβάμαι πως δεν θα μείνει χρόνος για να ολοκληρώσεις το πρόγραμμά σου. Δεν είμαι όμως σίγουρη για το πώς να διορθώσουμε την κατάσταση. Θα ήθελα πολύ να ακούσω τις δικές σου ιδέες.”
Λειτουργήστε ως πρότυπο προσπαθώντας να ακούσετε πραγματικά την προοπτική του παιδιού και κάνοντας μια σημαντική προσπάθεια να κατανοήσετε τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Δείξτε του με την προσαρμοστικότητά σας, με το σεβασμό σας και τη συνεργασία σας, τη συμπεριφορά αυτή που θέλετε να μιμηθεί το παιδί.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το κλειδί για να αλλάξει το παιδί τη συμπεριφορά του, είναι να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το πρόβλημα. Στο παράδειγμα με την άμμο, η μαμά θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί να ελέγξει τα συναισθήματά του και την αντίδρασή του ζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το τι σκοπεύει να κάνει με αυτήν (πχ. να χτίσει κάτι;), να είχε εκφράσει τις ανησυχίες της (πχ. βρωμιά στο αυτοκίνητο) και να έβρισκε μια λύση από κοινού με το παιδί για τη μεταφορά της άμμου (πχ. θα έρθουμε αύριο με κουτιά για να τη μεταφέρουμε). Η συνεργατική προσέγγιση είναι αυτή που θα βοηθήσει το παιδί και το γονιό να βρουν μια λύση από κοινού για το πρόβλημα.
Τέλος, οι γονείς θα πρέπει να θυμούνται ότι το “δύσκολο” παιδί δε φέρεται εσκεμμένα με αρνητικό ή έντονο τρόπο. Τις περισσότερες φορές προσπαθώντας να κατευνάσει τους φόβους και τις απογοητεύσεις του, ενεργεί με βάση τη δική του περιορισμένη προοπτική για τα πράγματα. Για αυτό είναι σημαντικό οι γονείς να λειτουργήσουν υποστηρικτικά, διδάσκοντας τις απαραίτητες δεξιότητες που θα φανούν χρήσιμες στη μετέπειτα ζωή!
Ελένη Σίγκου για
Parentshelp.gr